- αφρόπλαστος
- αφρόπλαστος, -η, -ο και αφροπλασμένος, -η, -οο πλασμένος από αφρό, ο εξαιρετικά αφράτος: Η κοπέλα ήταν τόσο όμορφη κι αφράτη που δίκαια την έλεγαν αφροπλασμένη.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.